Dictionary of Greek. 2013.
μεταπνέω — (ΑΜ, Α και μεταπνείω) αναπνέω πάλι, ξαναπαίρνω αναπνοή, ανακουφίζομαι μσν. ξαναζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πνέω «φυσώ»] … Dictionary of Greek